- θερείποτος
- θερείποτος, ον, ([etym.] πίνω)A watered in summer,
γύαι Lyc.847
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γύαι Lyc.847
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θερείποτος — θερείποτος, ον (Α) αυτός που ποτίζεται, που βρέχεται κατά το καλοκαίρι («θερείποτοι γύαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + ποτος < πίνω, πρβλ. νεό ποτος, ολιγό ποτος] … Dictionary of Greek
θερειπότους — θερείποτος watered in summer masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)